περίσσευμα

περίσσευμα
περίσσευμα, ατος, τό (s. prec. entry)
a condition of great plenty, abundance, fullness (Eratosth. [III B.C.], Cat. 44 Olivieri; Plut., Mor. 310c; 962f.—The LXX of Eccl 2:15 has the word in line 6, but this line is lacking in the Hebr. text, and hence is prob. a Christian addition: AMcNeile, An Introd. to Eccl 1904, 157; PKatz, TLZ 63, ’38, 34) 2 Cor 8:14ab (opp. ὑστέρημα). ἐκ (τοῦ) περισσεύματος (τῆς) καρδίας from the abundance of the heart, what the heart is full of Mt 12:34; Lk 6:45.
that which remains above and beyond, what remains (Artem. 3, 52 ‘scraps’) περισσεύματα κλασμάτων pieces that were left (apparently out of the total number of pieces that were broken off in the course of distribution, not scraps left by the diners) Mk 8:8.—DELG s.v. περί.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίσσευμα — περίσσευμα, το και περίσσεμα, το, ατος παραπανίσια ποσότητα, πλεόνασμα, περίσσεια, διαφορά: Δεν έχει μεγάλο περίσσευμα ο προϋπολογισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίσσευμα — superfluity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσσευμα — το, ΝΜΑ και περίσσεμα Ν και αττ. τ. περίττευμα, Α, [περισσεύω] 1. καθετί που περισσεύει, το πλεόνασμα, η ποσότητα που περισσεύει, που υπολείπεται, που μένει ως κατάλοιπο (α. «περίσσευμα τού προϋπολογισμού» β. «ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν …   Dictionary of Greek

  • περισσευμάτων — περίσσευμα superfluity neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσεύματα — περίσσευμα superfluity neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσεύματος — περίσσευμα superfluity neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττευμάτων — περίσσευμα superfluity neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττεύματα — περίσσευμα superfluity neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττεύματος — περίσσευμα superfluity neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίττευμα — περίσσευμα superfluity neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”